Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάλαμπρος
διαλαμπρύνω
διαλάμπω
διάλαμψις
διαλανθάνω
διάλαυρος
διαλαφύσσω
διαλαχαίνω
διαλγής
διαλεαίνω
διαλέγομαι
διαλέγω
διάλειμμα
διαλειπτόν
διαλείπω
διαλείφω
διαλείχω
διάλειψις
διαλεκτέον
διαλεκτέος
διαλεκτικεύομαι
View word page
διαλέγομαι
talk

ShortDef

talk

Debugging

Headword:
διαλέγομαι
Headword (normalized):
διαλέγομαι
Headword (normalized/stripped):
διαλεγομαι
IDX:
21330
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21331
Key:

Data

{'content': 'talk'}