Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαλαμπής
διάλαμπρος
διαλαμπρύνω
διαλάμπω
διάλαμψις
διαλανθάνω
διάλαυρος
διαλαφύσσω
διαλαχαίνω
διαλγής
διαλεαίνω
διαλέγομαι
διαλέγω
διάλειμμα
διαλειπτόν
διαλείπω
διαλείφω
διαλείχω
διάλειψις
διαλεκτέον
διαλεκτέος
View word page
διαλεαίνω
triturate
ShortDef
triturate
Debugging
Headword:
διαλεαίνω
Headword (normalized):
διαλεαίνω
Headword (normalized/stripped):
διαλεαινω
IDX:
21329
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21330
Key:
Data
{'content': 'triturate'}