Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Αἱμονία
Αἱμονιαί
Αἰμονίδης
Αἱμονίδης
αἱμοπτυϊκός
αἱμόπυον
αἱμορραγέω
αἱμορραγής
αἱμορραγία
αἱμορραγικός
αἱμορραγώδης
αἱμόρραντος
αἱμορροέω
αἱμόρροια
αἱμορροϊδοκαύστης
αἱμορροϊκός
αἱμορροΐς
αἱμόρροος
αἱμόρρυτος
αἱμορυγχιάω
Αἷμος
View word page
αἱμορραγώδης
of haemorrhage

ShortDef

of haemorrhage

Debugging

Headword:
αἱμορραγώδης
Headword (normalized):
αἱμορραγώδης
Headword (normalized/stripped):
αιμορραγωδης
IDX:
2132
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2133
Key:

Data

{'content': 'of haemorrhage'}