Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαλαμβάνω
διαλαμπής
διάλαμπρος
διαλαμπρύνω
διαλάμπω
διάλαμψις
διαλανθάνω
διάλαυρος
διαλαφύσσω
διαλαχαίνω
διαλγής
διαλεαίνω
διαλέγομαι
διαλέγω
διάλειμμα
διαλειπτόν
διαλείπω
διαλείφω
διαλείχω
διάλειψις
διαλεκτέον
View word page
διαλγής
grievous

ShortDef

grievous

Debugging

Headword:
διαλγής
Headword (normalized):
διαλγής
Headword (normalized/stripped):
διαλγης
IDX:
21328
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21329
Key:

Data

{'content': 'grievous'}