Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαλάλησις
διαλαλία
διαλαμβάνω
διαλαμπής
διάλαμπρος
διαλαμπρύνω
διαλάμπω
διάλαμψις
διαλανθάνω
διάλαυρος
διαλαφύσσω
διαλαχαίνω
διαλγής
διαλεαίνω
διαλέγομαι
διαλέγω
διάλειμμα
διαλειπτόν
διαλείπω
διαλείφω
διαλείχω
View word page
διαλαφύσσω
waste, squander

ShortDef

waste, squander

Debugging

Headword:
διαλαφύσσω
Headword (normalized):
διαλαφύσσω
Headword (normalized/stripped):
διαλαφυσσω
IDX:
21326
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21327
Key:

Data

{'content': 'waste, squander'}