Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαλακέω
διαλακτίζω
διαλαλέω
διαλάλησις
διαλαλία
διαλαμβάνω
διαλαμπής
διάλαμπρος
διαλαμπρύνω
διαλάμπω
διάλαμψις
διαλανθάνω
διάλαυρος
διαλαφύσσω
διαλαχαίνω
διαλγής
διαλεαίνω
διαλέγομαι
διαλέγω
διάλειμμα
διαλειπτόν
View word page
διάλαμψις
shining through
ShortDef
shining through
Debugging
Headword:
διάλαμψις
Headword (normalized):
διάλαμψις
Headword (normalized/stripped):
διαλαμψις
IDX:
21323
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21324
Key:
Data
{'content': 'shining through'}