Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαλαιμοτομέομαι
διαλακέω
διαλακτίζω
διαλαλέω
διαλάλησις
διαλαλία
διαλαμβάνω
διαλαμπής
διάλαμπρος
διαλαμπρύνω
διαλάμπω
διάλαμψις
διαλανθάνω
διάλαυρος
διαλαφύσσω
διαλαχαίνω
διαλγής
διαλεαίνω
διαλέγομαι
διαλέγω
διάλειμμα
View word page
διαλάμπω
to shine through, to dawn

ShortDef

to shine through, to dawn

Debugging

Headword:
διαλάμπω
Headword (normalized):
διαλάμπω
Headword (normalized/stripped):
διαλαμπω
IDX:
21322
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21323
Key:

Data

{'content': 'to shine through, to dawn'}