Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαλαγχάνω
διαλαιμοτομέομαι
διαλακέω
διαλακτίζω
διαλαλέω
διαλάλησις
διαλαλία
διαλαμβάνω
διαλαμπής
διάλαμπρος
διαλαμπρύνω
διαλάμπω
διάλαμψις
διαλανθάνω
διάλαυρος
διαλαφύσσω
διαλαχαίνω
διαλγής
διαλεαίνω
διαλέγομαι
διαλέγω
View word page
διαλαμπρύνω
make splendid, illustrate
ShortDef
make splendid, illustrate
Debugging
Headword:
διαλαμπρύνω
Headword (normalized):
διαλαμπρύνω
Headword (normalized/stripped):
διαλαμπρυνω
IDX:
21321
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21322
Key:
Data
{'content': 'make splendid, illustrate'}