Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαλαβή
διαλαγχάνω
διαλαιμοτομέομαι
διαλακέω
διαλακτίζω
διαλαλέω
διαλάλησις
διαλαλία
διαλαμβάνω
διαλαμπής
διάλαμπρος
διαλαμπρύνω
διαλάμπω
διάλαμψις
διαλανθάνω
διάλαυρος
διαλαφύσσω
διαλαχαίνω
διαλγής
διαλεαίνω
διαλέγομαι
View word page
διάλαμπρος
clean, white
ShortDef
clean, white
Debugging
Headword:
διάλαμπρος
Headword (normalized):
διάλαμπρος
Headword (normalized/stripped):
διαλαμπρος
IDX:
21320
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21321
Key:
Data
{'content': 'clean, white'}