Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διακωμῳδέω
διακωνέω
διαλαβή
διαλαγχάνω
διαλαιμοτομέομαι
διαλακέω
διαλακτίζω
διαλαλέω
διαλάλησις
διαλαλία
διαλαμβάνω
διαλαμπής
διάλαμπρος
διαλαμπρύνω
διαλάμπω
διάλαμψις
διαλανθάνω
διάλαυρος
διαλαφύσσω
διαλαχαίνω
διαλγής
View word page
διαλαμβάνω
to take severally, to divide, to intercept

ShortDef

to take severally, to divide, to intercept

Debugging

Headword:
διαλαμβάνω
Headword (normalized):
διαλαμβάνω
Headword (normalized/stripped):
διαλαμβανω
IDX:
21318
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21319
Key:

Data

{'content': 'to take severally, to divide, to intercept'}