Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διακωλυτικός
διακωλύω
διακωμῳδέω
διακωνέω
διαλαβή
διαλαγχάνω
διαλαιμοτομέομαι
διαλακέω
διαλακτίζω
διαλαλέω
διαλάλησις
διαλαλία
διαλαμβάνω
διαλαμπής
διάλαμπρος
διαλαμπρύνω
διαλάμπω
διάλαμψις
διαλανθάνω
διάλαυρος
διαλαφύσσω
View word page
διαλάλησις
talking, discourse

ShortDef

talking, discourse

Debugging

Headword:
διαλάλησις
Headword (normalized):
διαλάλησις
Headword (normalized/stripped):
διαλαλησις
IDX:
21316
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21317
Key:

Data

{'content': 'talking, discourse'}