Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διακωλυτής
διακωλυτικός
διακωλύω
διακωμῳδέω
διακωνέω
διαλαβή
διαλαγχάνω
διαλαιμοτομέομαι
διαλακέω
διαλακτίζω
διαλαλέω
διαλάλησις
διαλαλία
διαλαμβάνω
διαλαμπής
διάλαμπρος
διαλαμπρύνω
διαλάμπω
διάλαμψις
διαλανθάνω
διάλαυρος
View word page
διαλαλέω
to talk over
ShortDef
to talk over
Debugging
Headword:
διαλαλέω
Headword (normalized):
διαλαλέω
Headword (normalized/stripped):
διαλαλεω
IDX:
21315
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21316
Key:
Data
{'content': 'to talk over'}