Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διακωλυτέος
διακωλυτής
διακωλυτικός
διακωλύω
διακωμῳδέω
διακωνέω
διαλαβή
διαλαγχάνω
διαλαιμοτομέομαι
διαλακέω
διαλακτίζω
διαλαλέω
διαλάλησις
διαλαλία
διαλαμβάνω
διαλαμπής
διάλαμπρος
διαλαμπρύνω
διαλάμπω
διάλαμψις
διαλανθάνω
View word page
διαλακτίζω
to kick away, spurn

ShortDef

to kick away, spurn

Debugging

Headword:
διαλακτίζω
Headword (normalized):
διαλακτίζω
Headword (normalized/stripped):
διαλακτιζω
IDX:
21314
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21315
Key:

Data

{'content': 'to kick away, spurn'}