Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διακωλυτέον
διακωλυτέος
διακωλυτής
διακωλυτικός
διακωλύω
διακωμῳδέω
διακωνέω
διαλαβή
διαλαγχάνω
διαλαιμοτομέομαι
διαλακέω
διαλακτίζω
διαλαλέω
διαλάλησις
διαλαλία
διαλαμβάνω
διαλαμπής
διάλαμπρος
διαλαμπρύνω
διαλάμπω
διάλαμψις
View word page
διαλακέω
to crack asunder, burst

ShortDef

to crack asunder, burst

Debugging

Headword:
διαλακέω
Headword (normalized):
διαλακέω
Headword (normalized/stripped):
διαλακεω
IDX:
21313
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21314
Key:

Data

{'content': 'to crack asunder, burst'}