Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διακώλυσις
διακωλυτέον
διακωλυτέος
διακωλυτής
διακωλυτικός
διακωλύω
διακωμῳδέω
διακωνέω
διαλαβή
διαλαγχάνω
διαλαιμοτομέομαι
διαλακέω
διαλακτίζω
διαλαλέω
διαλάλησις
διαλαλία
διαλαμβάνω
διαλαμπής
διάλαμπρος
διαλαμπρύνω
διαλάμπω
View word page
διαλαιμοτομέομαι
have one's throat cut

ShortDef

have one's throat cut

Debugging

Headword:
διαλαιμοτομέομαι
Headword (normalized):
διαλαιμοτομέομαι
Headword (normalized/stripped):
διαλαιμοτομεομαι
IDX:
21312
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21313
Key:

Data

{'content': "have one's throat cut"}