Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διακώλυμα
διακώλυσις
διακωλυτέον
διακωλυτέος
διακωλυτής
διακωλυτικός
διακωλύω
διακωμῳδέω
διακωνέω
διαλαβή
διαλαγχάνω
διαλαιμοτομέομαι
διαλακέω
διαλακτίζω
διαλαλέω
διαλάλησις
διαλαλία
διαλαμβάνω
διαλαμπής
διάλαμπρος
διαλαμπρύνω
View word page
διαλαγχάνω
to divide

ShortDef

to divide

Debugging

Headword:
διαλαγχάνω
Headword (normalized):
διαλαγχάνω
Headword (normalized/stripped):
διαλαγχανω
IDX:
21311
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21312
Key:

Data

{'content': 'to divide'}