Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

αἱμόδωρον
αἱμόκερχνον
Αἱμονία
Αἱμονιαί
Αἰμονίδης
Αἱμονίδης
αἱμοπτυϊκός
αἱμόπυον
αἱμορραγέω
αἱμορραγής
αἱμορραγία
αἱμορραγικός
αἱμορραγώδης
αἱμόρραντος
αἱμορροέω
αἱμόρροια
αἱμορροϊδοκαύστης
αἱμορροϊκός
αἱμορροΐς
αἱμόρροος
αἱμόρρυτος
View word page
αἱμορραγία
haemorrhage

ShortDef

haemorrhage

Debugging

Headword:
αἱμορραγία
Headword (normalized):
αἱμορραγία
Headword (normalized/stripped):
αιμορραγια
IDX:
2130
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2131
Key:

Data

{'content': 'haemorrhage'}