Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διακυρίττεσθαι
διακυρόω
διακωδωνίζω
διακώλυμα
διακώλυσις
διακωλυτέον
διακωλυτέος
διακωλυτής
διακωλυτικός
διακωλύω
διακωμῳδέω
διακωνέω
διαλαβή
διαλαγχάνω
διαλαιμοτομέομαι
διαλακέω
διαλακτίζω
διαλαλέω
διαλάλησις
διαλαλία
διαλαμβάνω
View word page
διακωμῳδέω
to satirise

ShortDef

to satirise

Debugging

Headword:
διακωμῳδέω
Headword (normalized):
διακωμῳδέω
Headword (normalized/stripped):
διακωμωδεω
IDX:
21308
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21309
Key:

Data

{'content': 'to satirise'}