Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διακύπτω
διακυρίττεσθαι
διακυρόω
διακωδωνίζω
διακώλυμα
διακώλυσις
διακωλυτέον
διακωλυτέος
διακωλυτής
διακωλυτικός
διακωλύω
διακωμῳδέω
διακωνέω
διαλαβή
διαλαγχάνω
διαλαιμοτομέομαι
διαλακέω
διαλακτίζω
διαλαλέω
διαλάλησις
διαλαλία
View word page
διακωλύω
to hinder, prevent

ShortDef

to hinder, prevent

Debugging

Headword:
διακωλύω
Headword (normalized):
διακωλύω
Headword (normalized/stripped):
διακωλυω
IDX:
21307
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21308
Key:

Data

{'content': 'to hinder, prevent'}