Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διακυνοφθαλμίζομαι
διακύπτω
διακυρίττεσθαι
διακυρόω
διακωδωνίζω
διακώλυμα
διακώλυσις
διακωλυτέον
διακωλυτέος
διακωλυτής
διακωλυτικός
διακωλύω
διακωμῳδέω
διακωνέω
διαλαβή
διαλαγχάνω
διαλαιμοτομέομαι
διαλακέω
διαλακτίζω
διαλαλέω
διαλάλησις
View word page
διακωλυτικός
preventive

ShortDef

preventive

Debugging

Headword:
διακωλυτικός
Headword (normalized):
διακωλυτικός
Headword (normalized/stripped):
διακωλυτικος
IDX:
21306
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21307
Key:

Data

{'content': 'preventive'}