Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διακυλινδέω
διακυμαίνω
διακυνοφθαλμίζομαι
διακύπτω
διακυρίττεσθαι
διακυρόω
διακωδωνίζω
διακώλυμα
διακώλυσις
διακωλυτέον
διακωλυτέος
διακωλυτής
διακωλυτικός
διακωλύω
διακωμῳδέω
διακωνέω
διαλαβή
διαλαγχάνω
διαλαιμοτομέομαι
διαλακέω
διαλακτίζω
View word page
διακωλυτέος
one must hinder

ShortDef

one must hinder

Debugging

Headword:
διακωλυτέος
Headword (normalized):
διακωλυτέος
Headword (normalized/stripped):
διακωλυτεος
IDX:
21304
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21305
Key:

Data

{'content': 'one must hinder'}