Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διακυβιστάω
διακυκάω
διακυλινδέω
διακυμαίνω
διακυνοφθαλμίζομαι
διακύπτω
διακυρίττεσθαι
διακυρόω
διακωδωνίζω
διακώλυμα
διακώλυσις
διακωλυτέον
διακωλυτέος
διακωλυτής
διακωλυτικός
διακωλύω
διακωμῳδέω
διακωνέω
διαλαβή
διαλαγχάνω
διαλαιμοτομέομαι
View word page
διακώλυσις
a hindering

ShortDef

a hindering

Debugging

Headword:
διακώλυσις
Headword (normalized):
διακώλυσις
Headword (normalized/stripped):
διακωλυσις
IDX:
21302
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21303
Key:

Data

{'content': 'a hindering'}