Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

αἱμόδιψος
αἱμόδωρον
αἱμόκερχνον
Αἱμονία
Αἱμονιαί
Αἰμονίδης
Αἱμονίδης
αἱμοπτυϊκός
αἱμόπυον
αἱμορραγέω
αἱμορραγής
αἱμορραγία
αἱμορραγικός
αἱμορραγώδης
αἱμόρραντος
αἱμορροέω
αἱμόρροια
αἱμορροϊδοκαύστης
αἱμορροϊκός
αἱμορροΐς
αἱμόρροος
View word page
αἱμορραγής
bleeding violently

ShortDef

bleeding violently

Debugging

Headword:
αἱμορραγής
Headword (normalized):
αἱμορραγής
Headword (normalized/stripped):
αιμορραγης
IDX:
2129
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2130
Key:

Data

{'content': 'bleeding violently'}