Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγαθολογέω
ἀγαθοποιέω
ἀγαθοποίησις
ἀγαθοποιία
ἀγαθοποιός
ἀγαθός
ἀγαθοσύμβουλος
ἀγαθότης
ἀγαθοτυχέω
ἀγαθοφανής
ἀγαθοφόρος
ἀγαθόφρων
ἀγαθόω
ἀγάθυνσις
ἀγαθύνω
ἀγάθωμα
Ἀγάθων
Ἀγαθωνίδας
ἀγαθωσύνη
ἀγαίομαι
ἀγαῖος
View word page
ἀγαθοφόρος
bearing good tidings

ShortDef

bearing good tidings

Debugging

Headword:
ἀγαθοφόρος
Headword (normalized):
ἀγαθοφόρος
Headword (normalized/stripped):
αγαθοφορος
IDX:
212
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-213
Key:

Data

{'content': 'bearing good tidings'}