Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάκτορος
δίακτος
διακυβερνάω
διακυβεύω
διακυβιστάω
διακυκάω
διακυλινδέω
διακυμαίνω
διακυνοφθαλμίζομαι
διακύπτω
διακυρίττεσθαι
διακυρόω
διακωδωνίζω
διακώλυμα
διακώλυσις
διακωλυτέον
διακωλυτέος
διακωλυτής
διακωλυτικός
διακωλύω
διακωμῳδέω
View word page
διακυρίττεσθαι
fight

ShortDef

fight

Debugging

Headword:
διακυρίττεσθαι
Headword (normalized):
διακυρίττεσθαι
Headword (normalized/stripped):
διακυριττεσθαι
IDX:
21298
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21299
Key:

Data

{'content': 'fight'}