Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διακτορία
διάκτορος
δίακτος
διακυβερνάω
διακυβεύω
διακυβιστάω
διακυκάω
διακυλινδέω
διακυμαίνω
διακυνοφθαλμίζομαι
διακύπτω
διακυρίττεσθαι
διακυρόω
διακωδωνίζω
διακώλυμα
διακώλυσις
διακωλυτέον
διακωλυτέος
διακωλυτής
διακωλυτικός
διακωλύω
View word page
διακύπτω
to stoop and creep through
ShortDef
to stoop and creep through
Debugging
Headword:
διακύπτω
Headword (normalized):
διακύπτω
Headword (normalized/stripped):
διακυπτω
IDX:
21297
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21298
Key:
Data
{'content': 'to stoop and creep through'}