Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διακτέον
διακτορία
διάκτορος
δίακτος
διακυβερνάω
διακυβεύω
διακυβιστάω
διακυκάω
διακυλινδέω
διακυμαίνω
διακυνοφθαλμίζομαι
διακύπτω
διακυρίττεσθαι
διακυρόω
διακωδωνίζω
διακώλυμα
διακώλυσις
διακωλυτέον
διακωλυτέος
διακωλυτής
διακωλυτικός
View word page
διακυνοφθαλμίζομαι
to look askance one at another

ShortDef

to look askance one at another

Debugging

Headword:
διακυνοφθαλμίζομαι
Headword (normalized):
διακυνοφθαλμίζομαι
Headword (normalized/stripped):
διακυνοφθαλμιζομαι
IDX:
21296
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21297
Key:

Data

{'content': 'to look askance one at another'}