Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διακτενίζω
διακτέον
διακτορία
διάκτορος
δίακτος
διακυβερνάω
διακυβεύω
διακυβιστάω
διακυκάω
διακυλινδέω
διακυμαίνω
διακυνοφθαλμίζομαι
διακύπτω
διακυρίττεσθαι
διακυρόω
διακωδωνίζω
διακώλυμα
διακώλυσις
διακωλυτέον
διακωλυτέος
διακωλυτής
View word page
διακυμαίνω
to raise into waves

ShortDef

to raise into waves

Debugging

Headword:
διακυμαίνω
Headword (normalized):
διακυμαίνω
Headword (normalized/stripped):
διακυμαινω
IDX:
21295
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21296
Key:

Data

{'content': 'to raise into waves'}