Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διακρύπτω
διακτενίζω
διακτέον
διακτορία
διάκτορος
δίακτος
διακυβερνάω
διακυβεύω
διακυβιστάω
διακυκάω
διακυλινδέω
διακυμαίνω
διακυνοφθαλμίζομαι
διακύπτω
διακυρίττεσθαι
διακυρόω
διακωδωνίζω
διακώλυμα
διακώλυσις
διακωλυτέον
διακωλυτέος
View word page
διακυλινδέω
to roll about
ShortDef
to roll about
Debugging
Headword:
διακυλινδέω
Headword (normalized):
διακυλινδέω
Headword (normalized/stripped):
διακυλινδεω
IDX:
21294
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21295
Key:
Data
{'content': 'to roll about'}