Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διακρούω
διακρύπτω
διακτενίζω
διακτέον
διακτορία
διάκτορος
δίακτος
διακυβερνάω
διακυβεύω
διακυβιστάω
διακυκάω
διακυλινδέω
διακυμαίνω
διακυνοφθαλμίζομαι
διακύπτω
διακυρίττεσθαι
διακυρόω
διακωδωνίζω
διακώλυμα
διακώλυσις
διακωλυτέον
View word page
διακυκάω
to mix one with another, jumble

ShortDef

to mix one with another, jumble

Debugging

Headword:
διακυκάω
Headword (normalized):
διακυκάω
Headword (normalized/stripped):
διακυκαω
IDX:
21293
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21294
Key:

Data

{'content': 'to mix one with another, jumble'}