Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διακροτέω
διάκρουσις
διακρουστικός
διακρούω
διακρύπτω
διακτενίζω
διακτέον
διακτορία
διάκτορος
δίακτος
διακυβερνάω
διακυβεύω
διακυβιστάω
διακυκάω
διακυλινδέω
διακυμαίνω
διακυνοφθαλμίζομαι
διακύπτω
διακυρίττεσθαι
διακυρόω
διακωδωνίζω
View word page
διακυβερνάω
steer through, pilot

ShortDef

steer through, pilot

Debugging

Headword:
διακυβερνάω
Headword (normalized):
διακυβερνάω
Headword (normalized/stripped):
διακυβερναω
IDX:
21290
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21291
Key:

Data

{'content': 'steer through, pilot'}