Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάκροκος
διακροτέω
διάκρουσις
διακρουστικός
διακρούω
διακρύπτω
διακτενίζω
διακτέον
διακτορία
διάκτορος
δίακτος
διακυβερνάω
διακυβεύω
διακυβιστάω
διακυκάω
διακυλινδέω
διακυμαίνω
διακυνοφθαλμίζομαι
διακύπτω
διακυρίττεσθαι
διακυρόω
View word page
δίακτος
carried through pipes

ShortDef

carried through pipes

Debugging

Headword:
δίακτος
Headword (normalized):
δίακτος
Headword (normalized/stripped):
διακτος
IDX:
21289
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21290
Key:

Data

{'content': 'carried through pipes'}