Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
αἱμοδαιτέω
αἱμόδιψος
αἱμόδωρον
αἱμόκερχνον
Αἱμονία
Αἱμονιαί
Αἰμονίδης
Αἱμονίδης
αἱμοπτυϊκός
αἱμόπυον
αἱμορραγέω
αἱμορραγής
αἱμορραγία
αἱμορραγικός
αἱμορραγώδης
αἱμόρραντος
αἱμορροέω
αἱμόρροια
αἱμορροϊδοκαύστης
αἱμορροϊκός
αἱμορροΐς
View word page
αἱμορραγέω
have a haemorrhage, bleed violently
ShortDef
have a haemorrhage, bleed violently
Debugging
Headword:
αἱμορραγέω
Headword (normalized):
αἱμορραγέω
Headword (normalized/stripped):
αιμορραγεω
IDX:
2128
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2129
Key:
Data
{'content': 'have a haemorrhage, bleed violently'}