Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διακροβολίζομαι
διακροβολισμός
διάκροκος
διακροτέω
διάκρουσις
διακρουστικός
διακρούω
διακρύπτω
διακτενίζω
διακτέον
διακτορία
διάκτορος
δίακτος
διακυβερνάω
διακυβεύω
διακυβιστάω
διακυκάω
διακυλινδέω
διακυμαίνω
διακυνοφθαλμίζομαι
διακύπτω
View word page
διακτορία
office of a διάκτορος, service

ShortDef

office of a διάκτορος, service

Debugging

Headword:
διακτορία
Headword (normalized):
διακτορία
Headword (normalized/stripped):
διακτορια
IDX:
21287
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21288
Key:

Data

{'content': 'office of a διάκτορος, service'}