Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάκριτος
διακροβολίζομαι
διακροβολισμός
διάκροκος
διακροτέω
διάκρουσις
διακρουστικός
διακρούω
διακρύπτω
διακτενίζω
διακτέον
διακτορία
διάκτορος
δίακτος
διακυβερνάω
διακυβεύω
διακυβιστάω
διακυκάω
διακυλινδέω
διακυμαίνω
διακυνοφθαλμίζομαι
View word page
διακτέον
one must treat

ShortDef

one must treat

Debugging

Headword:
διακτέον
Headword (normalized):
διακτέον
Headword (normalized/stripped):
διακτεον
IDX:
21286
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21287
Key:

Data

{'content': 'one must treat'}