Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Διάκριτος
διάκριτος
διακροβολίζομαι
διακροβολισμός
διάκροκος
διακροτέω
διάκρουσις
διακρουστικός
διακρούω
διακρύπτω
διακτενίζω
διακτέον
διακτορία
διάκτορος
δίακτος
διακυβερνάω
διακυβεύω
διακυβιστάω
διακυκάω
διακυλινδέω
διακυμαίνω
View word page
διακτενίζω
comb well

ShortDef

comb well

Debugging

Headword:
διακτενίζω
Headword (normalized):
διακτενίζω
Headword (normalized/stripped):
διακτενιζω
IDX:
21285
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21286
Key:

Data

{'content': 'comb well'}