Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διακριτικός
διακριτικότης
Διάκριτος
διάκριτος
διακροβολίζομαι
διακροβολισμός
διάκροκος
διακροτέω
διάκρουσις
διακρουστικός
διακρούω
διακρύπτω
διακτενίζω
διακτέον
διακτορία
διάκτορος
δίακτος
διακυβερνάω
διακυβεύω
διακυβιστάω
διακυκάω
View word page
διακρούω
to prove by knocking

ShortDef

to prove by knocking

Debugging

Headword:
διακρούω
Headword (normalized):
διακρούω
Headword (normalized/stripped):
διακρουω
IDX:
21283
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21284
Key:

Data

{'content': 'to prove by knocking'}