Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διακριτέον
διακριτέος
διακριτής
διακριτικός
διακριτικότης
Διάκριτος
διάκριτος
διακροβολίζομαι
διακροβολισμός
διάκροκος
διακροτέω
διάκρουσις
διακρουστικός
διακρούω
διακρύπτω
διακτενίζω
διακτέον
διακτορία
διάκτορος
δίακτος
διακυβερνάω
View word page
διακροτέω
pierce through

ShortDef

pierce through

Debugging

Headword:
διακροτέω
Headword (normalized):
διακροτέω
Headword (normalized/stripped):
διακροτεω
IDX:
21280
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21281
Key:

Data

{'content': 'pierce through'}