Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διάκριμα
διακρίνω
Διάκριοι
διάκρισις
διακριτέον
διακριτέος
διακριτής
διακριτικός
διακριτικότης
Διάκριτος
διάκριτος
διακροβολίζομαι
διακροβολισμός
διάκροκος
διακροτέω
διάκρουσις
διακρουστικός
διακρούω
διακρύπτω
διακτενίζω
διακτέον
View word page
διάκριτος
separated: choice, excellent
ShortDef
Diacritus
separated: choice, excellent
Debugging
Headword:
διάκριτος
Headword (normalized):
διάκριτος
Headword (normalized/stripped):
διακριτος
IDX:
21276
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21277
Key:
Data
{'content': 'separated: choice, excellent'}