Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διακριδόν
διάκριμα
διακρίνω
Διάκριοι
διάκρισις
διακριτέον
διακριτέος
διακριτής
διακριτικός
διακριτικότης
Διάκριτος
διάκριτος
διακροβολίζομαι
διακροβολισμός
διάκροκος
διακροτέω
διάκρουσις
διακρουστικός
διακρούω
διακρύπτω
διακτενίζω
View word page
Διάκριτος
Diacritus

ShortDef

Diacritus
separated: choice, excellent

Debugging

Headword:
Διάκριτος
Headword (normalized):
διάκριτος
Headword (normalized/stripped):
διακριτος
IDX:
21275
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21276
Key:

Data

{'content': 'Diacritus'}