Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διακριβωτέος
διακριδόν
διάκριμα
διακρίνω
Διάκριοι
διάκρισις
διακριτέον
διακριτέος
διακριτής
διακριτικός
διακριτικότης
Διάκριτος
διάκριτος
διακροβολίζομαι
διακροβολισμός
διάκροκος
διακροτέω
διάκρουσις
διακρουστικός
διακρούω
διακρύπτω
View word page
διακριτικότης
power of discrimination

ShortDef

power of discrimination

Debugging

Headword:
διακριτικότης
Headword (normalized):
διακριτικότης
Headword (normalized/stripped):
διακριτικοτης
IDX:
21274
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21275
Key:

Data

{'content': 'power of discrimination'}