Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διακριβωτέον
διακριβωτέος
διακριδόν
διάκριμα
διακρίνω
Διάκριοι
διάκρισις
διακριτέον
διακριτέος
διακριτής
διακριτικός
διακριτικότης
Διάκριτος
διάκριτος
διακροβολίζομαι
διακροβολισμός
διάκροκος
διακροτέω
διάκρουσις
διακρουστικός
διακρούω
View word page
διακριτικός
piercing, penetrating

ShortDef

piercing, penetrating

Debugging

Headword:
διακριτικός
Headword (normalized):
διακριτικός
Headword (normalized/stripped):
διακριτικος
IDX:
21273
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21274
Key:

Data

{'content': 'piercing, penetrating'}