Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

αἱμοβόρος
αἱμοβότος
αἱμοδαιτέω
αἱμόδιψος
αἱμόδωρον
αἱμόκερχνον
Αἱμονία
Αἱμονιαί
Αἰμονίδης
Αἱμονίδης
αἱμοπτυϊκός
αἱμόπυον
αἱμορραγέω
αἱμορραγής
αἱμορραγία
αἱμορραγικός
αἱμορραγώδης
αἱμόρραντος
αἱμορροέω
αἱμόρροια
αἱμορροϊδοκαύστης
View word page
αἱμοπτυϊκός
spitting blood

ShortDef

spitting blood

Debugging

Headword:
αἱμοπτυϊκός
Headword (normalized):
αἱμοπτυϊκός
Headword (normalized/stripped):
αιμοπτυικος
IDX:
2126
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2127
Key:

Data

{'content': 'spitting blood'}