Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διακρέκω
διακρηνόω
διακριβεία
διακριβολογέομαι
διακριβόω
διακρίβωσις
διακριβωτέον
διακριβωτέος
διακριδόν
διάκριμα
διακρίνω
Διάκριοι
διάκρισις
διακριτέον
διακριτέος
διακριτής
διακριτικός
διακριτικότης
Διάκριτος
διάκριτος
διακροβολίζομαι
View word page
διακρίνω
to separate one from another

ShortDef

to separate one from another

Debugging

Headword:
διακρίνω
Headword (normalized):
διακρίνω
Headword (normalized/stripped):
διακρινω
IDX:
21267
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21268
Key:

Data

{'content': 'to separate one from another'}