Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διακρατυντικός
Διακρεῖς
διακρέκω
διακρηνόω
διακριβεία
διακριβολογέομαι
διακριβόω
διακρίβωσις
διακριβωτέον
διακριβωτέος
διακριδόν
διάκριμα
διακρίνω
Διάκριοι
διάκρισις
διακριτέον
διακριτέος
διακριτής
διακριτικός
διακριτικότης
Διάκριτος
View word page
διακριδόν
eminently, above all

ShortDef

eminently, above all

Debugging

Headword:
διακριδόν
Headword (normalized):
διακριδόν
Headword (normalized/stripped):
διακριδον
IDX:
21265
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21266
Key:

Data

{'content': 'eminently, above all'}