Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διακρατητέον
διακρατητικός
διακρατυντικός
Διακρεῖς
διακρέκω
διακρηνόω
διακριβεία
διακριβολογέομαι
διακριβόω
διακρίβωσις
διακριβωτέον
διακριβωτέος
διακριδόν
διάκριμα
διακρίνω
Διάκριοι
διάκρισις
διακριτέον
διακριτέος
διακριτής
διακριτικός
View word page
διακριβωτέον
one must examine minutely
ShortDef
one must examine minutely
Debugging
Headword:
διακριβωτέον
Headword (normalized):
διακριβωτέον
Headword (normalized/stripped):
διακριβωτεον
IDX:
21263
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21264
Key:
Data
{'content': 'one must examine minutely'}