Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διακράτησις
διακρατητέον
διακρατητικός
διακρατυντικός
Διακρεῖς
διακρέκω
διακρηνόω
διακριβεία
διακριβολογέομαι
διακριβόω
διακρίβωσις
διακριβωτέον
διακριβωτέος
διακριδόν
διάκριμα
διακρίνω
Διάκριοι
διάκρισις
διακριτέον
διακριτέος
διακριτής
View word page
διακρίβωσις
accurate investigation

ShortDef

accurate investigation

Debugging

Headword:
διακρίβωσις
Headword (normalized):
διακρίβωσις
Headword (normalized/stripped):
διακριβωσις
IDX:
21262
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21263
Key:

Data

{'content': 'accurate investigation'}