Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διακρατέω
διακράτημα
διακράτησις
διακρατητέον
διακρατητικός
διακρατυντικός
Διακρεῖς
διακρέκω
διακρηνόω
διακριβεία
διακριβολογέομαι
διακριβόω
διακρίβωσις
διακριβωτέον
διακριβωτέος
διακριδόν
διάκριμα
διακρίνω
Διάκριοι
διάκρισις
διακριτέον
View word page
διακριβολογέομαι
inquire minutely

ShortDef

inquire minutely

Debugging

Headword:
διακριβολογέομαι
Headword (normalized):
διακριβολογέομαι
Headword (normalized/stripped):
διακριβολογεομαι
IDX:
21260
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21261
Key:

Data

{'content': 'inquire minutely'}