Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διακραδαίνω
διακράζω
διακρατέω
διακράτημα
διακράτησις
διακρατητέον
διακρατητικός
διακρατυντικός
Διακρεῖς
διακρέκω
διακρηνόω
διακριβεία
διακριβολογέομαι
διακριβόω
διακρίβωσις
διακριβωτέον
διακριβωτέος
διακριδόν
διάκριμα
διακρίνω
Διάκριοι
View word page
διακρηνόω
to make to flow
ShortDef
to make to flow
Debugging
Headword:
διακρηνόω
Headword (normalized):
διακρηνόω
Headword (normalized/stripped):
διακρηνοω
IDX:
21258
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21259
Key:
Data
{'content': 'to make to flow'}