Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διακούω
διακραδαίνω
διακράζω
διακρατέω
διακράτημα
διακράτησις
διακρατητέον
διακρατητικός
διακρατυντικός
Διακρεῖς
διακρέκω
διακρηνόω
διακριβεία
διακριβολογέομαι
διακριβόω
διακρίβωσις
διακριβωτέον
διακριβωτέος
διακριδόν
διάκριμα
διακρίνω
View word page
διακρέκω
to strike the strings

ShortDef

to strike the strings

Debugging

Headword:
διακρέκω
Headword (normalized):
διακρέκω
Headword (normalized/stripped):
διακρεκω
IDX:
21257
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21258
Key:

Data

{'content': 'to strike the strings'}